Μέσα σ’αυτόν τον κόσμο, που στα αρχαία χρόνια φυλάσσονταν από τα τεράστια ερπετά που ήταν γνωστά ως οι Forgotten, φερμένοι στον Tyria από τους Αρχαίους Θεούς για να επιτηρούν και να προσέχουν τις υπόλοιπες φυλές, νοήμονες και μη, γεννήθηκε πριν από μόλις 2 χιλιετίες η φυλή των Human. Πρωτοεμφανίστηκαν στην Cantha και σύντομα, χάρη στην ασίγαστη περιέργειά τους και την αδέσποτη δίψα τους για εξάπλωση, έφτασαν και στις υπόλοιπες ηπείρους του κόσμου. Σπάνια ειρηνικά και ουδέποτε διαλλακτικά, υπερτερώντας των υπόλοιπων νοήμονων φυλών όχι σε αντοχή ή ωμή δύναμη αλλά σε διάνοια, εφευρετικότητα αλλά κυρίως σε αλαζονία, κατόρθωσαν να επικρατήσουν και να επιβληθούν. Έκτισαν πόλεις και τις περιέβαλαν με ψηλά τοίχη, έφτιαξαν λιμάνια και πλωτά μέσα για να ταξιδεύουν, κατασκεύασαν όπλα για να σκοτώνουν όσους τολμούσαν να αντισταθούν στην εξάπλωσή τους και αρματωσιές για να αντέχουν στα απελπισμένα χτυπήματα όσων προσπαθούσαν να υπερασπιστούν τα εδάφη τους. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια κατόρθωσαν να διασχίσουν τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου, να τον κατακτήσουν, να επικρατήσουν και να εδραιωθούν. Η ορμή τους ήταν τέτοια και τόση που ακόμα και οι Forgotten απώλεσαν κάθε δυνατότητα ελέγχου τους ώσπου, αποφασισμένοι να μην εμπλακούν σε έναν πόλεμο που ούτως ή άλλως θα είχε μόνο χαμένους, αποσύρθηκαν στο μόνο μέρος που οι Human δεν είχαν πατήσει πόδι: στην Crystal Desert.
Ωστόσο οι Αρχαίοι Θεοί δεν είχαν χάσει την πίστη τους. Αποφάσισαν να βοηθήσουν τις φυλές να συνεχίσουν να αναπτύσσονται και να μεγαλουργούν. Έτσι, προκειμένου να κάνουν τη διαβίωση τους λιγότερο επώδυνη και τους μόχθους τους πιο αποδοτικούς, έκαναν στις φυλές του Tyria το μεγαλύτερο δώρο: την Μαγεία. Λέγεται πώς ο ίδιος ο θεός Abaddon μοίρασε το θείο αυτό δώρο στους Human και τους Charr, στους Centaur και στους Dwarves, στους Minotaur και στους Imps, στους Tengu και στους Grawl και σε όλες τις νοήμονες φυλές τους κόσμου.
Όμως, όπως συμβαίνει τόσο συχνά ώστε να αποτελεί πια τον κανόνα, τα δώρα που δίνουν δύναμη χρησιμοποιούνται πρώτιστα για κακό παρά για καλό. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα οι Human, οπλισμένοι με το νέο αυτό εφόδιο, εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις, ακόμα πιο καταστροφικές κατά των γειτόνων τους ώστε να επεκταθούν ακόμη περισσότερο. Όμως τώρα οι αντίπαλοι είχαν κι εκείνοι πρόσβαση στα ίδια όπλα. Έτσι οι απώλειες ήταν τεράστιες από όλες τις πλευρές και η επιπτώσεις στον ίδιο τον κόσμο τρομακτικές.
Τότε, σε μία ύστατη προσπάθεια διάσωσης των Human πρωτίστως, ο βασιλιάς τους King Doric έκανε ένα μακρύ οδοιπορικό στο άβατον των Αρχαίων Θεών, την ιερή πόλη Arah στη χερσόνησο του Orr. Εκεί ικέτευσε γονατιστός τους Θεούς να παρέμβουν πριν όλα χαθούν. Εκείνοι είδαν ότι το δώρο τους περισσότερο κακό είχε προκαλέσει παρά καλό και συναίνεσαν στο αίτημά του. Πήραν πίσω την Μαγεία από τον κόσμο και την φυλάκισαν μέσα σε μία μεγάλη πέτρα. Κατόπιν την τεμάχισαν σε 5 μέρη: τέσσερα ίσα κομμάτια αντίθετων ειδών μαγείας και μία πέτρα-κλειδί για όλες τις υπόλοιπες. Χωρίς το κλειδί αυτό, οι υπόλοιπες 4 δεν θα μπορούσαν να ενωθούν ποτέ ξανά. Οι πέτρες σφραγίστηκαν με μία σταγόνα από το αίμα του ικέτη βασιλιά και ρίχτηκαν μία-μία μέσα στο ηφαίστειο που βρισκόταν στα Fire Islands. Η Μαγεία δεν εξαφανίστηκε από τον κόσμο, όμως δεν ήταν πλέον δυνατόν να έχει κάποιος παντοδυναμία καθώς δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση σε όλα τα είδη μαγείας συγχρόνως. Για την επίτευξη των θαυμαστών –ή καταστροφικών- έργων της Μαγείας θα ήταν πλέον απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των κατόχων των διαφόρων ειδών της. Σίγουροι ότι είχαν οριστικά λύσει το πρόβλημα, οι Θεοί έφυγαν από τον κόσμο και επέστρεψαν στα Mists απ’ όπου είχαν αρχικά προέλθει.
Για μία μακρά περίοδο που διήρκησε σχεδόν 100 χρόνια, η ειρήνη βασίλευε ξανά στον Tyria. Οι φυλές αναπτύσσονταν και πάλι, πολιτισμοί ανθούσαν – και πρώτος απ’ όλους εκείνος των Human. Οι κοινωνίες τους ευημερούσαν κάτω από τη διοίκηση των βασιλιάδων και το οικονομικό υπόβαθρο που προσέφεραν οι Συντεχνίες (Guilds) τους. Αυτές αποτελούσαν ουσιαστικά τη δύναμη που κινούσε όλο το μηχανισμό, καθώς έλεγχαν όλον τον πλούτο και τις σχέσεις –εμπορικές, διπλωματικές κ.α.- μεταξύ των εθνών και των φυλών.
Η ειρήνη διαταράχτηκε απότομα – όσο απότομα εκρύγνηται ένα ηφαίστειο. Κι αυτό δεν ήταν άλλο από εκείνο που στα σωθικά του φυλλάσσονταν οι Bloostones. Η έκρηξη εκτίναξε τα 5 κομμάτια στον ουρανό, απ’ όπου έπεσαν σαν φλεγόμενη βροχή πάνω στο βασανισμένο έδαφος του Tyria. Η προοπτική της απόκτησης της ολοκληρωτικής δύναμης για άλλη μία φορά, παρότι αυτό ήταν αδύνατον χωρίς την πέτρα-κλειδί, πυροδότησε ξανά το παλιό αίσθημα του φθόνου. Μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν μια σύγκρουση μεταξύ φυλών, αλλά ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Human: οι Συντεχνίες τους, τυφλωμένες από την φρούδα ελπίδα απόκτησης της υπέρτατης δύναμης που θα τους οδηγούσε στην απόλυτη επικράτηση, ήρθαν σε ολομέτωπη σύγκρουση μεταξύ τους – πάνω και πέρα από βασιλιάδες και πολιτικές. Κι έτσι ξεκίνησαν οι Guild Wars. Το ημερολόγιο έγραφε 1013 ΑΕ.
Μετά από περισσότερο από μισόν αιώνα αλληλοσπαραγμών, τα έθνη των Human έστεκαν αποδυναμωμένα και στο χείλος του αφανισμού. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι Charr, οι προαιώνιοι εχθροί των Human, τα κτήνη από το Βορρά, για να πάρουν πίσω τα εδάφη των προγόνων τους απ’ όπου είχαν ξεριζωθεί βίαια από τους πρώτους πριν αμέτρητα χρόνια. Εξαπολύοντας ένα τρομακτικό κύμα επιθέσεων, οι ορδές τους έφτασαν ασταμάτητες ως το Μεγάλο Βορινό Τείχος (Great Northern Wall), στην εξώπορτα κυριολεκτικά της συμπρωτεύουσας των Human στην Tyria, της Ascalon City.
Με αριθμούς που προκαλούσαν δέος και με την αποφασιστικότητα και την αγριότητα που επέβαλλαν αιώνες μίσους και κατατρεγμού, τα στίφη τους σύντομα βρέθηκαν στο κατώφλι και των υπόλοιπων εθνών των διαλυμένων Human: στην Orr και στην Kryta. Το τέλος έμοιαζε κυριολεκτικά προ των πυλών. Δεν υπήρχε ούτε χρόνος αλλά ούτε και η οικονομική δυνατότητα για ανασυγκρότηση των δυνάμεων. Επιπλέον, ακόμα και η επιβληθείσα βούληση για παραμερισμό των διαφορών τους και η άμεση παύση του εμφυλίου σπαραγμού δεν ήταν ικανή να ενώσει τα έθνη των Human αφού η γεωγραφική τους απομόνωση και η διείσδυση των Charr τους είχαν αποκόψει. Έτσι το καθένα τους αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μόνο του την επίθεση, με όποιον τρόπο έκρινε δόκιμο ή αποτελεσματικό με τις δεδομένες συνθήκες. Ο μόνος διαθέσιμος πόρος ήταν οι ήρωες του κάθε έθνους, αυτοί που θα σήκωναν στους ώμους τους το βάρος να οδηγήσουν την άμαξα με τους σπασμένους τροχούς και τα σώματα με τις σβησμένες ψυχές. Αυτοί οι ήρωες είμασταν εμείς.